επιτοξεύω — ἐπιτοξεύω (Α) τοξεύω εναντίον κάποιου («Ἔρως ἐπαίδευσε τήν ἐρωμένην ἐπιτοξεύειν ταῑς τῶν ὀμμάτων βολαῖς», Αρισταίν.) … Dictionary of Greek
Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
καθιερωμένην — καθῑερωμένην , καθιερόω dedicate perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιερωμένην — ἀ̱νιερωμένην , ἀνιερόω dedicate perf part mp fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνῑερωμένην , ἀνιερόω dedicate perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιερωμένην — ἀ̱φιερωμένην , ἀφιερόω hallow perf part mp fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀφῑερωμένην , ἀφιερόω hallow perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωμένην — ἱεράομαι to be a priest pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἱεράζω serve as priest fut part mid fem acc sg (attic epic ionic) ἱ̱ερωμένην , ἱερόω consecrate perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)